- ἄλας
- ἄλᾱς , ἄληwanderingfem acc plἄλᾱς , ἄληwanderingfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἅλας — salt neut nom/voc/acc sg ἅλς salt masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… … Dictionary of Greek
-αλάς — Γλωσσ. κατάλ. επιτατική ή μεγεθυντική, περιορισμένης παραγωγικότητας, που προήλθε ανομοιωτικά με τροπή τού ρ σε λ) από την κατάλ. αράς < άρα*, όταν στη λ. υπήρχε και άλλο ρ, ή από θηλ. ουσιαστικά σε άλα ή αρσ. σε αλος με την κατάληξη… … Dictionary of Greek
αλάς — Βλ. λ. άλατα. * * * ο 1. (άλογο) στικτό, με άσπρα στίγματα σε μαύρο βάθος 2. μάλλινος επενδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ala «ποικιλόχρωμος»] … Dictionary of Greek
ἁλᾶς — ἁλή salt works fem gen sg (doric aeolic) ἁ̱λᾶς , ἁλής thronged masc/fem acc pl (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλάς — Ἁλά̱ς , Ἅλη fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλάς — ἁλά̱ς , ἁλή salt works fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλας — Ἄλᾱς , Ἄλευς masc acc pl Ἄλᾱς , Ἄλης masc acc pl Ἄλᾱς , Ἄλης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλας, ορυκτό — Βλ. λ. αλάτι … Dictionary of Greek
εξαχλωριούχο άλας — χημ. χλωριούχο άλας τού οποίου ο χημικός τύπος περιλαμβάνει έξι άτομα χλωρίου … Dictionary of Greek